υδρομέτρη

υδρομέτρη
και εσφ. τ. υδρομέτρα, η, και παλ. τ. υδρομέτρης, ο, Ν
ζωολ. γένος ελόβιων ημίπτερων εντόμων, τυπικός εκπρόσωπος τής οικογένειας υδρομετρίδες, τα οποία βαδίζουν αργά και επιφυλακτικά πάνω στην επιφάνεια τού νερού ή ανάμεσα στην παρόχθια βλάστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrometra < hydro- (< υδρ[ο]-*) + -metra (< -μέτρη[ς] < μετρεῖν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδρομετρίδες — (Hydrometridae). Ετερόπτερα έντομα. Η οικογένεια αριθμεί αρκετά είδη μικρών υδρόβιων εντόμων με λεπτότατα πόδια. Το κυριότερο από τα έντομα αυτά είναι η υδρομέτρη ή υδρόμετρο (το). Τα υδρόμετρα μπορούν να γλιστρούν, να περπατούν και να πηδούν στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”